- χουχουλιάζω
- ματ.1) согревать дыханием (что-л.); дуть (на что-л.);
χουχουλ τα χέρια — согревать руки дыханием;
2) раздувать (огонь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χουχουλ τα χέρια — согревать руки дыханием;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χουχουλιάζω — Ν ζεσταίνω κάτι με την ανάσα μου («χουχουλιάζει τα χέρια του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τής εκπνοής] … Dictionary of Greek
χουχουλιάζω — χουχούλιασα, ζεσταίνω κάτι με την αναπνοή μου: Χουχούλιασε τα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουχουλίζω — Ν χουχουλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουχουλιάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
χουχουλώ — και χουχουλάω Ν χουχουλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., πρβλ. χουχουλιάζω] … Dictionary of Greek
χουχούλιασμα — το, Ν [χουχουλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χουχουλιάζω … Dictionary of Greek
χουχουλιέμαι — και χοχολιέμαι Ν 1. παραπονούμαι, κλαψουρίζω 2. ζεσταίνομαι με χουχούλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. χουχουλιάζω)] … Dictionary of Greek
χουχουλίζω — βλ. χουχουλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουχουλώ — και χουχουλάω βλ. χουχουλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουχούλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χουχουλιάζω, το ζέσταμα με την αναπνοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)